You are currently viewing Διαβούλευση – Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (1η Αναθεώρηση) – ΥΔ Θεσσαλίας (EL08)

ΥΔ Θεσσαλίας – EL08

Υπό διαβούλευση Σχέδιο Διαχείρισης Υδατικού Διαμερίσματος Ανατολικής Θεσσαλίας (EL08) (1η Αναθεώρηση): 

This Post Has One Comment

  1. WWF Ελλάς

    Με το παρόν κείμενο διατυπώνουμε οριζόντια σχόλια του WWF Ελλάς που αφορούν στη δημόσια διαβούλευση επί των προσχεδίων για την 1η αναθεώρηση Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ) Λεκανών Απορροής Ποταμών όλων των υδατικών διαμερισμάτων της χώρας, και ειδικότερα στις ελλείψεις που έχουμε διαπιστώσει αλλά και σε προτάσεις για αποτελεσματική εφαρμογή των σχεδίων. Στη συνέχεια εστιάζουμε στο υδατικό διαμέρισμα της Θεσσαλίας, παραθέτοντας συγκεκριμένα σχόλια για την 1η αναθεώρηση του συγκεκριμένου προσχεδίου ΣΔΚΠ.

    Γενικό σχόλιο

    Καταρχήν, χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία της Δ/νσης Υδάτων του ΥΠΕΝ για παροχή κατευθύνσεων σε όλους τους μελετητές σχετικά με την ένταξη στα μέτρα μείωσης του πλημμυρικού κινδύνου των μέτρων φυσικής συγκράτησης νερού (natural water retention measures ή nature-based solutions). Αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη που εναρμονίζεται με το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με τις βασικές επιδιώξεις των οδηγιών για τις πλημμύρες, τα νερά, τη διατήρηση οικοτόπων και ειδών, αλλά και του προσφάτως υιοθετημένου Κανονισμού για την αποκατάσταση της φύσης [1]. Θεωρούμε, μάλιστα, ότι η ένταξή των εν λόγω μέτρων στα ΣΚΔΠ θα βοηθήσει μελλοντικά και στην αξιοποίηση των χρηματοδοτικών μέσων της Ε.Ε., στα οποία περιλαμβάνονται κονδύλια για δράσεις αποκατάστασης των φυσικών οικοσυστημάτων και τα οποία αναμένεται να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια.

    Γενικότερα, η τρέχουσα 1η αναθεώρηση των ΣΔΚΠ είναι σαφές ότι αποτελεί ένα πιο επιτυχημένο εγχείρημα σχεδιασμού για τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας σε σύγκριση με τον πρώτο κύκλο σχεδίων. Συγχρόνως, η ίδια η διάρθρωση και διατύπωση των μέτρων στα ΣΔΚΠ αντανακλούν μια πιο συστηματική προσέγγιση, η οποία λαμβάνει υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις τόσο στις πολιτικές προστασίας και διαχείρισης του περιβάλλοντος, όσο και στις βέλτιστες πρακτικές. Έχει, επίσης, σημασία το γεγονός ότι η τρέχουσα 1η αναθεώρηση φαίνεται να έχει ανταποκριθεί θετικά σε πολλές από τις συστάσεις που είχε κάνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς τη χώρα μας κατά την αξιολόγηση, πριν από 3 χρόνια, του 1ου κύκλου εφαρμογής της οδηγίας για τις πλημμύρες, παρά τα εναπομείναντα κενά [2].

    Ωστόσο, το πολύ σημαντικό τρέχον βήμα της κατάρτισης αποτελεσματικότερων σχεδίων εκ μέρους της αρμόδιας αρχής κινδυνεύει να μείνει έωλο, εξαιτίας όλων των προκλήσεων που παγίως χαρακτηρίζουν την εφαρμογή αυτών των σχεδίων. Επομένως, την επιτυχία της κατάρτισης καλύτερων σχεδίων πρέπει να ακολουθήσει η αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης που λέγεται εφαρμογή. Η πρόκληση αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, ιδιαίτερα εάν κανείς λάβει υπόψη ότι το 20% των μέτρων που προτείνονται (8 από σύνολο 40 προτεινόμενων μέτρων) αφορούν σε νομοθετικές ρυθμίσεις και άλλες πράξεις της διοίκησης, πολλές από τις οποίες είναι υψηλής προτεραιότητας ή/και έχουν σύνθετες απαιτήσεις υλοποίησης (π.χ. πολεοδομικές ρυθμίσεις στις ζώνες πλημμύρας, θεσμοθέτηση περιοχών ελεγχόμενης κατάκλυσης, υποχρεωτική εφαρμογή NbS στην περιβαλλοντική αδειοδότηση συγκεκριμένων κατηγοριών έργων κ.ά.). Συγχρόνως, πολλά από τα λοιπά μέτρα (περιβαλλοντικού χαρακτήρα ή τεχνικά), λόγω του ότι εισάγονται για πρώτη φορά και σε τέτοια κλίμακα στη χώρα μας ενώ παράλληλα είναι κρίσιμης σημασίας και θα «κάνουν τη διαφορά» στη διαχείριση των πλημμυρών (π.χ. η προαναφερόμενη φυσική συγκράτηση υδάτων στα πεδινά, οι ελεγχόμενοι πλημμυρισμοί βάσει σχεδιασμού κ.ά.), θα πρέπει να υπερπηδήσουν την αδράνεια έναντι των απαραίτητων αλλαγών και την ευκολία του business as usual.

    Κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή, και μαζί και όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, οφείλουν να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια έτσι ώστε οι προβλέψεις των σχεδίων να τύχουν ορθής, έγκαιρης και συντονισμένης εφαρμογής. Διαφορετικά, θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός σχετικά με τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας αλλά μόνο στα χαρτιά. Γι’ αυτό και διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας ως προς αυτήν την πολύ σημαντική παράμετρο: Η αποτελεσματικότητα του σχεδιασμού, και εν προκειμένω των ΣΔΚΠ, θα κριθεί όχι στο καθαυτό επίπεδο του σχεδιασμού αλλά από την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του.

    Η διαδικασία διαβούλευσης

    Η τρέχουσα διαδικασία επανεξέτασης (αναθεώρησης) των ΣΔΚΠ όφειλε, βάσει των προβλέψεων της οδηγίας 2007/60/ΕΚ, να είχε ολοκληρωθεί έως τις 22 Δεκεμβρίου 2021 κατόπιν προηγούμενης διαδικασίας συμμετοχής του κοινού. Δεδομένης, μάλιστα, της ζωτικής σημασίας των υδάτινων πόρων για τον άνθρωπο, την κοινωνία και τα οικοσυστήματα, η ουσιαστική συμμετοχή του κοινού κατά τη διαμόρφωση και αναθεώρηση των εργαλείων στρατηγικού σχεδιασμού για τη διαχείριση των υδάτων και των κινδύνων πλημμύρας είναι κεφαλαιώδης. Η σχετική ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει, μάλιστα, τον συντονισμό των διαδικασιών της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα 2000/60/ΕΚ και της οδηγίας για τις πλημμύρες 2007/60/ΕΚ [3]. Η πρώτη δε προβλέπει στο άρθρο 14 αναλυτικά τον τρόπο συμμετοχής του κοινού σε περισσότερα στάδια της διαδικασίας εκπόνησης, αναθεώρησης και ενημέρωσης των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών παρέχοντας επαρκή χρόνο στα ενδιαφερόμενα μέρη για να συμμετάσχουν.

    Όπως γνωρίζετε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ καθότι η Ελλάδα «με το να μην έχει επανεξετάσει και εφόσον απαιτείται, επικαιροποιήσει τα σχέδια διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας, και με το να μην έχει θέσει στη διάθεση της Επιτροπής την επανεξετασθείσα, και ενδεχομένως, επικαιροποιημένη έκδοσή τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 14(3) και 15(1) της Οδηγίας 2007/60/ΕΚ […]». Η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου (C-359/24).

    Στις 19 Ιουνίου 2024 πληροφορηθήκαμε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την ομάδα Σύμπραξις για λογαριασμό της Γενικής Διεύθυνσης Υδάτων του ΥΠΕΝ για τη διεξαγωγή της πρώτης ημερίδας διαβούλευσης για την 1η αναθεώρηση του ΣΔΚΠ για το ΥΔ Αιγαίου (EL14). Κατόπιν επισκεφθήκαμε την ειδική ιστοσελίδα του ΥΠΕΝ https://floods.ypeka.gr/, στην οποία είχαν αναρτηθεί τα προγράμματα των ημερίδων διαβούλευσης για όλα τα ΥΔ [4], δίχως όμως να έχουν αναρτηθεί ακόμα τότε τα προσχέδια της 1ης αναθεώρησης των ΣΔΚΠ. Εν συνεχεία, ολοκληρώθηκε η ανάρτηση των προσχεδίων [5] δίχως όμως να γίνεται μνεία για τη διάρκεια και τη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης.

    Στην ως άνω ειδική ιστοσελίδα του ΥΠΕΝ η ενημέρωση σχετικά με τη διαδικασία της συμμετοχής του κοινού κατά την 1η αναθεώρηση περιορίζεται στην αναφορά ότι «[η] διαβούλευση πραγματοποιείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία», δίχως να παρέχονται άλλες πληροφορίες εκεί, ή στην κεντρική ιστοσελίδα του ΥΠΕΝ [6] σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης. Η αναφορά, όμως, αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις της ενημέρωσης του κοινού «με κάθε πρόσφορο μέσο» μεριμνώντας για την «ουσιαστική συμμετοχή του ενδιαφερόμενου κοινού και των εμπλεκόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών κατά τη διαδικασία […] επανεξέτασης ή αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης των Κινδύνων Πλημμύρας», όπως προβλέπεται από το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο [7].

    Το υπόβαθρο της κατάρτισης των ΣΔΚΠ

    Η σύνταξη των χαρτών επικινδυνότητας πλημμύρας με τη χρήση μόνο των όμβριων καμπύλων, υδρολογικών/υδραυλικών μοντέλων καθώς και τη χρήση DEM παρουσιάζει ελλείψεις, κυρίως σε παράκτιες περιοχές με υψηλή δόμηση ή σε αστικά κέντρα. Δεν λαμβάνονται υπόψη οι διαχρονικές μεταβολές στις χρήσεις γης, η ύπαρξη στο παρελθόν υγροτοπικών εκτάσεων και πλημμυρικών πεδίων, καθώς και η μετατροπή των υδρομορφολογικών χαρακτηριστικών των υδατορεμάτων (περιορισμός της κοίτης λόγω επιχώσεων και δόμησης, καναλοποίηση, αποκοπή τους από τα πλημμυρικά πεδία, κ.α.). Ενδεικτικά αναφέρονται οι πλημμύρες του Νοεμβρίου του 2020 στην Κρήτη, όπου βασικό αίτιο είναι η διαχρονική υποβάθμιση των εποχικών ρεμάτων [8]. Ως εκ τούτου, σε πολλές περιπτώσεις, δεν καταρτίζονται οι σωστοί χάρτες επικινδυνότητας πλημμύρας και κατά συνέπεια τα μέτρα που προτείνονται είναι προς τη λάθος κατεύθυνση. Θα αναμέναμε, στην επόμενη αναθεώρηση των ΣΔΚΠ να οριοθετηθούν τα ποτάμια και τα εφήμερα ρέματα με βάση τις ορθοφωτογραφίες του Κτηματολογίου της περιόδου 1945-1960 και με βάση τις μεταβολές των χρήσεων γης να καταρτιστούν οι χάρτες επικινδυνότητας και ακολούθως να οριστούν τα απαιτούμενα μέτρα.

    Παρά το γεγονός ότι τα γεωχωρικά δεδομένα των ΣΔΚΠ έχουν αναρτηθεί στη γεωπύλη του Υπουργείου (https://floods.ypeka.gr/geoportal/), η απεικόνισή της πληροφορίας συνεχίζει να είναι πολύπλοκη και δυσνόητη προς τους χρήστες και το ευρύ κοινό, όπως άλλωστε περιγράφει και η ενδιάμεση αξιολόγηση της προόδου εφαρμογής των πρώτων ΣΔΚΠ που πραγματοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2021 [9]. Εκτός από τους στατικούς χάρτες επικινδυνότητας και κινδύνου πλημμύρας θα πρέπει να αναρτηθούν και οι προσομοιώσεις της ροής για κάθε περιοχή και κάθε περίοδο επαναφοράς, καθώς έχουν παραχθεί από τους μελετητές. Επιπλέον τα ψηφιακά δεδομένα (shp files) που δεν είναι ευαίσθητα, θα πρέπει να είναι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό μέσω της ιστοσελίδας για τις πλημμύρες.

    Τα προτεινόμενα μέτρα

    Σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων, παρατηρούνται διάφορα κενά τα οποία θα πρέπει να καλυφθούν άμεσα με την ανάληψη των σχετικών πρωτοβουλιών εκ μέρους της Δ/νσης Υδάτων του ΥΠΕΝ, προκειμένου οι υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες για την ωρίμανση και την υλοποίηση των αντιπλημμυρικών έργων να έχουν τις κατάλληλες μεθοδολογικές κατευθύνσεις:

    • Θα πρέπει να προβλεφθούν προδιαγραφές για το πώς πρέπει να καθαρίζονται τα υδατορέματα (μέτρο EL_ΧΧ_44_01) ώστε αφενός να συνεχίζουν να επιτελούν την αντιπλημμυρική τους λειτουργία, αφετέρου ο καθαρισμός να μην γίνεται εις βάρος της βιοποικιλότητας και να αποφευχθεί ο κίνδυνος διάβρωσης της κοίτης τους. Η ανάγκη να καταρτιστούν τέτοιες προδιαγραφές ανακύπτει και από το γεγονός ότι πολλές φορές δαιμονοποιείται η βλάστηση για τη δημιουργία πλημμυρικών φαινομένων (χαρακτηριστικό παράδειγμα το masterplan της Ολλανδικής εταιρείας HVA International όπου αναφέρει ότι «Trees and vegetation are serious obstacles that should as much as possible be removed from the flood plain») και ως εκ τούτου δίνονται κονδύλια για την ολοκληρωτική καταστροφή της παρόχθιας βλάστησης που οδηγεί στη συνέχεια σε φαινόμενα διάβρωσης, αυξάνοντας έτσι την ανάγκη για τεχνικά έργα.

    • Θα πρέπει να προβλεφθούν προδιαγραφές για την κατασκευή έργων ορεινής υδρονομίας (κωδικός μέτρου EL_ΧΧ_31_01), ειδικά αφού πλέον ανακοινώθηκε η προώθησή τους στη Θεσσαλία από τον Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, στην ημερίδα διαβούλευσης για την 1η αναθεώρηση του ΣΔΚΠ Θεσσαλίας. Οι κατασκευές ορεινής υδρονομίας είναι έργα που μπορούν να περιορίσουν τον πλημμυρικό κίνδυνο, πλην όμως θα πρέπει να σχεδιάζονται λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν θα διακόπτεται η απρόσκοπτη και συνεχής ροή των ποταμών, περιορίζοντας την κίνηση της άγριας πανίδας (κυρίως ιχθυοπανίδα), σε συμμόρφωση και με τις νεότερες απαιτήσεις που εισάγει ο νέος Κανονισμός για την αποκατάσταση της φύσης και την επικείμενη εξειδίκευση και προσδιορισμό τους στο πλαίσιο της σύνταξης του Εθνικού Σχεδίου για την Αποκατάσταση της Φύσης.

    • Θα πρέπει να προβλεφθεί η κατάρτιση προδιαγραφών για τα μέτρα φυσικής συγκράτησης υδάτων στα πεδινά (κωδικός μέτρου EL_XX_31_02). Αυτές θα πρέπει να απαντάνε σε ερωτήματα όπως ποιες είναι οι μέθοδοι που θα πρέπει να προτεραιοποιούνται ανάλογα με την περιοχή, τι υλικά και τρόποι παρέμβασης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται κ.ά. Αυτές οι προδιαγραφές είναι απαραίτητες προκειμένου να παρέχονται κατάλληλες και δεσμευτικές κατευθύνσεις στους δημόσιους φορείς υλοποίησης (π.χ. τεχνικές υπηρεσίες Περιφερειών) αλλά και στους μελετητές, ώστε να εντάσσουν πλέον στον σχεδιασμό τους αυτές τις προσεγγίσεις.

    Σχετικά με τα έργα φυσικής συγκράτησης υδάτων στα πεδινά (EL_XX_31_02), νέο μέτρο που η υιοθέτηση και γενικευμένη εφαρμογή του είναι κατά τη γνώμη μας κρίσιμης σημασίας, αναφέρονται ορισμένες «εγγενείς δυσκολίες που δυσχεραίνουν την εφαρμογή τους» (ΣΔΚΠ EL08, σελ. 324-325), όπως π.χ. έλλειψη πρακτικής γνώσης ή οδηγιών σχεδιασμού στις υφιστάμενες προδιαγραφές, σχετικά αβέβαιο κόστος υλοποίησης κ.ά. Η εκτίμηση αυτή είναι ανισοβαρής και εν μέρει λανθασμένη:

    • Καταρχήν, αντίστοιχες «εγγενείς δυσκολίες» και εν γένει αδυναμίες ή προκλήσεις εφαρμογής δεν αναφέρονται για άλλα μέτρα, γεγονός που φανερώνει μια ιδιαίτερη -και ίσως μεροληπτική- μεταχείριση για το μέτρο αυτό, η οποία οδηγεί σε υποβάθμιση τόσο της σκοπιμότητας όσο και της δυνατότητας εφαρμογής του.

    • Επιπρόσθετα, ορισμένες από τις αναφερόμενες «δυσκολίες» δεν εκτιμώνται ορθώς. Για παράδειγμα, η εκτίμηση ότι απαιτείται αυξημένος χρόνος απόκρισης και αποτελεσματικότητας είναι λανθασμένη, μιας και τα οφέλη της επιλογής του μέτρου αυτού είναι πολλαπλά και καθίστανται εμφανή άμεσα, κυρίως ως προς την επίτευξη του σκοπού του μέτρου. Αυτό που ίσως απαιτεί περισσότερο χρόνο είναι τα δευτερεύοντα οφέλη που προκύπτουν, όπως η ανάπτυξη της παρόχθιας βλάστησης και η φυσική σταθεροποίηση των οχθών και κατά μείωση της διάβρωσης των πρανών.

    • Επιπλέον στο ίδιο μέτρο αναφέρεται ότι «τα έργα ΦΣΥ θα πρέπει να μελετώνται και να υλοποιούνται σε συνέργεια (ως συμπληρωματικά) των γκρι έργων». Αυτό αντικρούει τα αναγραφόμενα στο μέτρο EL_XX_33_02 (έργα αντιπλημμυρικής προστασίας): «Το παρόν μέτρο υλοποιείται εφόσον δεν είναι εφικτή ή επαρκής η εφαρμογή του μέτρου EL_ΧΧ_31_02 του παρόντος ΣΔΚΠ που αφορούν σε έργα φυσικής συγκράτησης υδάτων στα πεδινά». Τα φυσικά μέτρα συγκράτησης υδάτων θα πρέπει να προτεραιοποιούνται και τα γκρίζα μέτρα να επιλέγονται όπου είναι αναγκαίο και δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές.

    Σε συνάφεια με το παραπάνω, δεν είναι επίσης σαφής η προτεραιοποίηση των NbS έναντι των γκρίζων μέτρων. Στα προσχέδια υπάρχουν γενικά και αντιφατικά σχόλια όπως για παράδειγμα τα εξής:

    • «Τα συμβατικά (“γκρι”) έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, κατασκευάζονται κατά κύριο λόγο από “σκληρά” υλικά (όπως σκυρόδεμα ή και εύκαμπτα – συρματοκιβώτια), προσφέρουν συνήθως μεμονωμένη λειτουργία (αντιπλημμυρική προστασία) και συνεπάγονται σημαντικό κόστος κατασκευής και συντήρησης, με μεγάλη απαίτηση σε υλικούς πόρους, επιφέροντας ενδεχομένως αξιοσημείωτές μορφολογικές αλλοιώσεις με αποτέλεσμα και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ενώ χαρακτηρίζονται από μειωμένη ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες» (σελ. 220 ΣΔΚΠ EL08).

    • «Η αύξηση των πλημμυρικών κινδύνων και ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης ενισχύει το ρόλο των ταμιευτήρων ως έργα που μπορεί να συμβάλουν στην αντιπλημμυρική προστασία με μείωση των πλημμυρικών αιχμών και καθιστά πλέον αναγκαία τη λειτουργία τους ως έργα πολλαπλού σκοπού που συνδυάζουν πέραν των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχουν σχεδιαστεί (ηλεκτροπαραγωγή, ύδρευση, άρδευση κλπ), και την αντιπλημμυρική προστασία των κατάντη περιοχών» (σελ. 230 ΣΔΚΠ EL08).

    Στο μέτρα με κωδικό EL_XX_33_02 (έργα αντιπλημμυρικής προστασίας), ορθώς αναφέρεται ότι θα πρέπει να υλοποιούνται όταν δεν είναι εφικτή ή επαρκής η εφαρμογή του μέτρου EL_XX_31_02. Ωστόσο θα πρέπει ρητά να περιγράφονται και οι αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή αυτών, και ειδικότερα:

    • Για τα έργα διευθέτησης ποταμών θα πρέπει να περιγράφεται ότι η μετατροπή τους σε κανάλια μεταφοράς νερού χωρίς βλάστηση δύναται να προκαλέσει υδρομορφολογικές αλλοιώσεις και κατά συνέπεια να διακυβεύσει την επίτευξη της καλής κατάστασης των υδάτων (οδηγία πλαίσιο για τα νερά), ενώ ως συνέπεια υπάρχουν μια σειρά αρνητικές επιπτώσεις, όπως π.χ. η μη δυνατότητα για καθαρισμό των υδάτων από τους ρύπους, η πιθανότητα αστοχίας του έργου λόγω φαινομένων που ξεπερνάνε τον αρχικό σχεδιασμό, τα αυξημένα κόστη συντήρησης λόγω καταστροφών, η μειωμένη βιοποικιλότητα, η απουσία εξυπηρέτησης άλλων οικοσυστημικών υπηρεσιών κ.ά.

    • Για την κατασκευή αναβαθμών/καταβαθμών θα πρέπει να περιγραφεί η ανάγκη για συμμόρφωσή τους με τον νέο Κανονισμό για την αποκατάσταση της φύσης, ο οποίος προβλέπει την απομάκρυνση φραγμών ώστε να ελευθερωθούν 25,000 km ποταμών σε όλη την Ευρώπη. Ειδικότερα για το τελευταίο, στα επόμενα δύο χρόνια η Ελλάδα θα πρέπει να καταρτήσει ένα Εθνικό Σχέδιο Αποκατάστασης που να προβλέπει την καθαίρεση φραγμών από τα ποτάμια.

    • Για την κατασκευή ή ενίσχυση αντιπλημμυρικών αναχωμάτων, ειδικά με τον τρόπο που κατασκευάζονται (πολύ κοντά στις κοίτες, μειώνοντας το πλάτος), θα πρέπει να αναφέρονται ως αρνητική επίπτωση τα φαινόμενα διάβρωσής τους που επιτείνουν το πρόβλημα πλημμυρών, ο περιορισμός του πλάτους της κοίτης των ποταμών, τα αυξημένα κόστη συντήρησης κ.ά.

    • Για όλα τα παραπάνω θα πρέπει να υπάρχουν σαφείς κατευθύνεις για το πότε μπορούν να εφαρμοστούν ώστε να μην προκαλούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιχειρείται να λύσουν.

    Το μέτρο με κωδικό EL_XX_35_02 (ολοκληρωμένος σχεδιασμός αντιπλημμυρικών έργων (master plan) και κατασκευή των προτεινόμενων έργων) ορθώς προτείνεται, καθώς λείπει από το σύστημα σχεδιασμού ένα εργαλείο που να εξειδικεύει τις προβλέψεις των ΣΔΚΠ, με σκοπό να υπάρχει μια συστηματική, ολοκληρωμένη, ενιαία (για το σύνολο των ΥΔ της χώρας) και αποτελεσματική εξειδίκευση των παρεμβάσεων. Πλην, όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι οι προτάσεις αυτών των masterplan ακολουθούν μια συμβατική λογική, στερούνται στέρεας μεθοδολογικής βάσης, αγνοούν τις ευρύτερες εξελίξεις πολιτικής και καλών πρακτικών σε επίπεδο Ε.Ε, και η πλειοψηφία των μέτρων τους αφορά μόνο «γκρίζα» έργα, όπως κάνουν το master plan των αντιπλημμυρικών έργων της Αττικής [10] ή η μελέτη της Ολλανδικής εταιρείας HVA International που προωθείται ως master plan για τη Θεσσαλία [11]. Η προτεραιοποίηση των έργων φυσικής συγκράτησης νερού θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα σαφής έναντι των άλλων μέτρων, και θα έπρεπε να αποτελεί υποχρέωση και κεντρικό στόχο των όποιων master plan. Επιπρόσθετα, η αναγκαιότητα ενός τέτοιου εργαλείου εξειδίκευσης του σχεδιασμού αφορά και τον συντονισμό των εμπλεκόμενων αρχών και υπηρεσιών, καθώς στην πράξη διαπιστώνεται ότι υπάρχει κενό εφαρμογής, τόσο διαδικαστικό όσο και περιεχομένου, ανάμεσα στον στρατηγικό σχεδιασμό των ΣΔΚΠ (αρμοδιότητας ΥΠΕΝ και ΑΔ) και την επιλογή, ωρίμανση και υλοποίηση των έργων (περιφέρειες, δήμοι, υπουργείο υποδομών).

    Τα μέτρα πρόληψης στα κεφάλαια 4.4.1 των ΣΔΚΠ δεν ακολουθούν μια σειρά, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να τα παρακολουθήσει ο αναγνώστης (ελέγξαμε τα ΣΔΚΠ Θεσσαλίας και Κρήτης). Επίσης, διαπιστώνεται αναντιστοιχία σε κάποια μέτρα (π.χ. στο ΥΔ Κρήτης ως EL_13_24_04 σε κάποιες σελίδες αναφέρεται το μέτρο «Παραγωγή Ψηφιακού Μοντέλου Εδάφους (DTM) πολύ υψηλής ακρίβειας» ενώ σε άλλες το μέτρο «Αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός δικτύου συλλογής μετεωρολογικών και υδρομετρικών δεδομένων»). Στο ίδιο ΣΔΚΠ, στη σελίδα 298, ως περιοχή εφαρμογής του μέτρου EL_13_41_01 αναφέρονται οι λεκάνες απορροής των ποταμών Αλφειού και Παμίσου, ποτάμια που δεν υπάρχουν στην Κρήτη. Θα ήταν σκόπιμο να ελεγχθούν όλα τα κείμενα για τέτοιες αναντιστοιχίες και αναφορές copy-paste που είναι εκ παραδρομής λανθασμένες.

    Τέλος, κρίνεται ως ιδιαίτερα θετική η πρόβλεψη μέτρων όπως η εναρμόνιση των σχεδίων πολεοδομικού σχεδιασμού με τα ΣΔΚΠ (EL_ΧΧ_21_01), οι πολεοδομικές και οικιστικές ρυθμίσεις σε πόλεις και οικισμούς (EL_ΧΧ_21_02), και η θεσμοθέτηση περιοχών ελεγχόμενης κατάκλυσης (EL_ΧΧ_21_03) με εκπόνηση σχεδίου ελεγχόμενων πλημμυρισμών πεδινών εκτάσεων (μέτρο EL-XX_42_05). Σκοπός των μέτρων αυτών είναι η διαμόρφωση ειδικού καθεστώτος χρήσεων γης και όρων και περιορισμών είτε στις ζώνες πλημμύρας Τ100 είτε στις κατάντη περιοχές, ο οποίος θα πραγματοποιείται είτε με τα εργαλεία του πολεοδομικού σχεδιασμού είτε με νέο εργαλείο της πολιτικής διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας, προκειμένου να προλαμβάνεται και να μετριάζεται η έκθεση σε πλημμυρικά φαινόμενα. Ωστόσο, πρέπει είτε στο πλαίσιο των εν λόγω μέτρων, είτε με την προσθήκη νέου μέτρου, να περιληφθούν στα ΣΔΚΠ συγκεκριμένες και αυστηρές μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες θα αφορούν στην απομάκρυνση ή τροποποίηση κρίσιμων υποδομών, είτε στην απομάκρυνση εν γένει μη συμβατών χρήσεων και κατασκευών σε κρίσιμες περιοχές (ΖΔΥΚΠ). Τέτοιες μεταβατικές διατάξεις έχουν υψηλή σημασία, καθώς δεν προϋποθέτουν την ολοκλήρωση και έγκριση κάποιου άλλου εργαλείου, παράγοντας έτσι προστατευτικό αποτέλεσμα κατά την περίοδο μέχρι την ολοκλήρωση και έγκριση των προαναφερόμενων εργαλείων.

    Ειδικά σχόλια για το υδατικό διαμέρισμα Θεσσαλίας (EL_08)

    Ένα μείζον πρόβλημα στην περιοχή της Θεσσαλίας, το οποίο σχετίζεται έμμεσα με τα πλημμυρικά φαινόμενα αλλά άμεσα με την διαθεσιμότητα νερού είναι η διάκριση των αποστραγγιστικών από τα αρδευτικά δίκτυα. Εκτός από την περιοχή δικαιοδοσίας του ΤΟΕΒ Ταυρωπού όπου αυτά τα δύο δίκτυα είναι διακριτά, σε όλη η υπόλοιπη Θεσσαλία χρησιμοποιούνται τα αποστραγγιστικά δίκτυα ως αρδευτικά. Ως εκ τούτου, όταν υπάρχουν μεγάλοι όγκοι νερού από βροχοπτώσεις, τα αποστραγγιστικά δίκτυα είναι ήδη γεμάτα για αρδεύσεις και δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως αντιπλημμυρικές υποδομές. Ως πρόσθετο μέτρο προτείνεται, εκτός από τον ήδη προβλεπόμενο εκσυγχρονισμό και αποκατάσταση των αποστραγγιστικών δικτύων (EL_08_33_01), ο σχεδιασμός και δημιουργία κλειστών αρδευτικών δικτύων, στα πρότυπα του σχεδιαζόμενου δικτύου από τον ΤΟΕΒ Ταυρωπού.

    Ένα από τα προτεινόμενα μέτρα στο ΣΔΚΠ Θεσσαλίας είναι η «προώθηση ταμιευτήρων πολλαπλής σκοπιμότητας με συνιστώσα αντιπλημμυρικής προστασίας» (μέτρο EL_08_32_01). Καταρχήν, θα πρέπει να αναφέρονται, όπως και στα «έργα φυσικής συγκράτησης υδάτων», οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις τέτοιων έργων που μπορεί να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

    • Μεγάλες μεταβολές στις υδρομορφολογικές συνθήκες των λεκανών απορροής ποταμών που ανήκουν οι ταμιευτήρες αυτοί. Τα έργα αυτά είναι πολύ μεγάλες παρεμβάσεις με τεράστιο κόστος στο τοπίο και την κίνηση των υδάτων με μη αναστρέψιμα αποτελέσματα. Επιπλέον η κατασκευή τους μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα μιας και περιορίζεται το νερό που ρέει στα κατάντη τμήματα των ποταμών.

    • Οι ταμιευτήρες συγκρατούν τα φερτά, γεγονός που έχει δύο σοβαρές συνέπειες. Πρώτον, μπορεί να αυξάνεται σημαντικά το κόστος συντήρησης του ταμιευτήρα. Γνωρίζουμε από πρόσφατη μελέτη του ΕΚΠΑ ότι τη δεκαετία 2010-2020, ο ταμιευτήρας της Λίμνης Πλαστήρα είχε γεμίσει με 4.000.000 κ.μ. φερτών, κυρίως από τον Ιανό, ενώ δεν έχουμε καμία εικόνα για το πόσο έχουν επιδράσει τα πρόσφατα φαινόμενα του 2023. Δεύτερον, ως επίπτωση της συγκράτησης των φερτών θα πρέπει να αναφερθούν επίσης οι πιθανές συνέπειες στην εκβολή του Πηνειού και η υποχώρηση της ακτογραμμής. Ήδη γνωρίζουμε ότι λόγω των φραγμάτων στο Νέστο, στην εκβολή του έχει χαθεί σχεδόν 1 τετρ. χιλιόμετρο γης.

    • Ένας ταμιευτήρας για να λειτουργήσει τη στιγμή του φαινομένου θα πρέπει να είναι άδειος (ή να μην είναι γεμάτος), κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τον χαρακτήρα της πολλαπλής σκοπιμότητας. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι οι ταμιευτήρες δεν μπορούν να λειτουργήσουν στην περίπτωση που είναι γεμάτοι ή έχουμε απανωτά καιρικά φαινόμενα (όπως ο Daniel και ο Elias), ώστε να μην δημιουργούνται ψευδείς εντυπώσεις.

    • Πιθανότητα αστοχίας των ταμιευτήρων λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων. Ήδη στο ΣΔΚΠ αναφέρεται ότι λόγω κλιματικής αλλαγής, τις επόμενες δεκαετίες μπορεί να περιμένουμε έως και τριπλασιασμό της συχνότητας των ακραίων φαινομένων. Τα τεχνικά έργα δεν είναι σχεδιασμένα ώστε να «προσαρμόζονται» στην αύξηση των ακραίων πλημμυρικών φαινομένων και αυτό θα πρέπει να είναι σαφές στο κείμενο.

    Πέρα από τα παραπάνω, κάποιοι ταμιευτήρες (Μουζάκι, Πύλη) αναμένεται να λειτουργήσουν ως ενδιάμεσοι ταμιευτήρες μεταφοράς 250 εκατ. κ.μ. του νερού του Αχελώου κατ’ έτος. Τον καταστροφικό χαρακτήρα του έργου αυτού και το απαράδεκτο της συμπερίληψής του στα ΣΔΛΑΠ των υδατικών διαμερισμάτων Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας είχαμε σχολιάσει εκτενώς πρόσφατα στη διαβούλευση επί της 2ης αναθεώρησης των ΣΔΛΑΠ [12]. Το ΣΔΚΠ δεν φαίνεται να έχει συμπεριλάβει αυτό το φαραωνικό έργο στις δικές του εκτιμήσεις, όμως και πάλι δημιουργούνται κάποια κρίσιμα ερωτήματα με βάση τις -μη εναρμονισμένες τελικά με το παρόν ΣΔΚΠ- προβλέψεις των ΣΔΛΑΠ: Τι θα σημαίνει για τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, ιδιαίτερα κατά τη συγκυρία ακραίων φαινομένων, όταν π.χ. στους προαναφερόμενους ταμιευτήρες θα υπάρχει ήδη νερό που θα έχει μεταφερθεί από άλλο υδατικό διαμέρισμα; Μήπως σημαίνει ότι αυξάνεται κατακόρυφα ο πλημμυρικός κίνδυνος για την περιοχή; Θα πρέπει να αναφερθεί, ώστε να είναι κατανοητό στους πολίτες της Θεσσαλίας, ότι με αυτό τον τρόπο τα συγκεκριμένα φράγματα δεν λειτουργούν ως αντιπλημμυρικά έργα, τουναντίον αυξάνεται ο πλημμυρικός κίνδυνος μιας και μεταφέρονται επιπλέον ποσότητες νερού από άλλο υδατικό διαμέρισμα.

    Από το κείμενο τεκμηρίωσης των ταμιευτήρων (σελ. 228) φαίνεται ότι για 4 φράγματα η πλημμυρική παροχή μειώνεται από 10% (Νεοχωρίτη) έως 44% (Πάμισος). Θα αναμέναμε να έχει γίνει αντίστοιχη τεκμηρίωση για την περίπτωση που εφαρμοστούν, εναλλακτικά, έργα ορεινής υδρονομίας και NbS (αποκατάσταση κοίτης ποταμών, σύνδεση με πλημμυρικά πεδία κ.ά.).

    Τέλος, σχετικά με το μέτρο EL_08_33_01 (εκσυγχρονισμός και αποκατάσταση αποστραγγιστικών δικτύων), θα πρέπει να προβλεφθούν προδιαγραφές υλοποίησης του μέτρου, με στόχο να περιοριστεί η ζημιά στην βιοποικιλότητα που συντηρούν αυτές οι υποδομές. Στην Θεσσαλία, λόγω των διαχρονικών μεταβολών στις χρήσεις γης και της εντατικοποίησης της γεωργίας, έχουν χαθεί όλες οι υγροτοπικές εκτάσεις και η όποια βιοποικιλότητα (κυρίως ερπετοπανίδα) χρησιμοποιεί τα αποστραγγιστικά δίκτυα. Είναι κατανοητή η χρησιμότητα και η σκοπιμότητα των έργων που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο μέτρο (καθαρισμός, συντήρηση κ.ά.), ωστόσο, αυτά τα έργα θα πρέπει να γίνονται με τρόπο που να περιορίζει όσο το δυνατό τις επιπτώσεις στην πανίδα και την χλωρίδα.

    [1] Κανονισμός (EE) 2024/1991 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2024, για την αποκατάσταση της φύσης και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2022/869 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
    [2] EC (2021) First Flood Risk Management Plans – Member State: Greece, Commission Staff Working Document 249 final. Brussels, 13.9.2021.
    [3] Το άρθρο 9 παρ. 3 της οδηγίας 2007/60/ΕΚ προβλέπει ότι «η ενεργός συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο του άρθρου 10 της παρούσας οδηγίας συντονίζεται, κατά περίπτωση, με την ενεργό συμμετοχή των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο του άρθρου 14 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ»∙Το άρθρο 8 περίπτ. ii της κ.υ.α. H.Π. 31822/1542/Ε103/2010 Αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2007/60/ ΕΚ «για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας», του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, προβλέπει ότι «δ) η ενεργός συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, συντονίζεται κατά περίπτωση με την ενεργό συμμετοχή των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 15 του π.δ.51/2007, όπως ισχύει […]».
    [4] https://floods.ypeka.gr/consultation/consultation-events/
    [5] https://floods.ypeka.gr/consultation/2round-consultation/
    [6] https://ypen.gov.gr/category/anakoinoseis-typou/
    [7] Βλ. άρθρο 9 της κ.υ.α. H.Π. 31822/1542/Ε103/2010, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
    [8] Θάνος Γιαννακάκης, WWF (11.11.2020). Άρθρο γνώμης στο CNN Greece με τίτλο «Πώς θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί οι καταστροφές στην Κρήτη;». Ανακτήθηκε από: https://www.wwf.gr/ta_nea_mas/?1092491/———
    [9] EC (2021) First Flood Risk Management Plans – Member State: Greece, Commission Staff Working Document 249 final. Brussels, 13.9.2021.
    [10] https://mpattiki.etme.gr/index.php/el/
    [11] http://www.opengov.gr/yme/?p=5336
    [12] Βλ. σχόλια πΜΚΟ στο https://www.wwf.gr/shmeio_gnosis/politiki/?12171866/——-2%E2%80%94.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.